- καταχλευάζω
- καταχλευάζωscoffpres subj act 1st sgκαταχλευάζωscoffpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταχλευάζω — (AM) (επιτ. τ. τού χλευάζω) καταγελώ, χλευάζω υπερβολικά … Dictionary of Greek
καταχλευαζόμενον — καταχλευάζω scoff pres part mp masc acc sg καταχλευάζω scoff pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχλευάζει — καταχλευάζω scoff pres ind mp 2nd sg καταχλευάζω scoff pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχλευάζουσι — καταχλευάζω scoff pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταχλευάζω scoff pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχλευαζέτω — καταχλευάζω scoff pres imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχλευασθεῖσα — καταχλευάζω scoff aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχλευάζειν — καταχλευάζω scoff pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχλευάζεσθαι — καταχλευάζω scoff pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχλευάζοιτο — καταχλευάζω scoff pres opt mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχλευάζοντας — καταχλευάζω scoff pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)